- ισότοπος
- -η, -ο1. αυτός που κατέχει την ίδια θέση στο περιοδικό σύστημα τών χημικών στοιχείων2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ισότοπα (πυρην. φυσ.)όρος που αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα χημικά στοιχεία τα οποία έχουν τον ίδιο ατομικό αριθμό, δηλαδή τών οποίων ο πυρήνας τών ατόμων τους έχει ίσον αριθμό πρωτονίων, αλλά έχουν διαφορετική μάζα, λόγω τού διαφορετικού αριθμού νετρονίων τού πυρήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. isotope < iso- (πρβλ. ισ[o]-) + -tope (πρβλ. τόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.